- μυλαλγία
- μῠλ-αλγία, ἡ,A toothache, Dsc.3.78 (pl.), Gal.12. 867.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυλαλγία — μυλαλγία, ἡ (Α) πονόδοντος, πόνος τών γομφίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + αλγία (< ἀλγῶ «πονώ»), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
μυλαλγίας — μυλαλγίᾱς , μυλαλγία toothache fem acc pl μυλαλγίᾱς , μυλαλγία toothache fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)